- ὀνίδος
- ὀνίςass's dungfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρακιονίς — ίδος, ή, κατ άλλους, τετρακιόνις, όνιδος, ἡ, Μ τάφος αγίου με τέσσερεις κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακίων, ονος «αυτός που έχει τέσσερεις κίονες» + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πανδιονίδος — Πανδῑονίδος , Πανδιονίς son of Pandion fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)